- κρηνοφύλαξ
- κρηνο-φύλαξ, ακος, ὁ, der Wächter, Aufseher über die Quellen u. Brunnen, in Athen ein Staatsamt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρηνοφύλαξ — κρηνοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. ο φύλακας τών κρηνών 2. (στην Αθήνα) δημόσιος επιμελητής που είχε την επιστασία τής κλεψύδρας 3. ονομασία τού ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο πάνω από πηγή που τροφοδοτούσε την κλεψύδρα … Dictionary of Greek
κρηνοφύλακα — κρηνοφύλαξ warden of the springs masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRENOPHYLAX — Graece Κρηνοφύλαξ, nomen leonis ex aere, Athenis iuxta fontem olim collocati, unde et nomen; dictus enim quasi Fontis custos, apud Polluc. Similis figura e marmore, in via, quae Athenis Elensinem ducit, hodieque visitur, cum rictu aperto, quô… … Hofmann J. Lexicon universale
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
κρηνοφυλάκιον — κρηνοφυλάκιον, τὸ (Α) [κρηνοφύλαξ] το αξίωμα τού κρηνοφύλακα … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek